- συνενώσει
- συνενόωuniteaor subj act 3rd sg (epic)συνενόωunitefut ind mid 2nd sgσυνενόωunitefut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
θεοσοφία — Η γνώση των θείων πραγμάτων που αποκτάται με έμπνευση, η οποία προέρχεται από τον Θεό. Μία τέτοια γνώση όμως δεν αποτελεί το τέρμα της αναζήτησης, όπως συμβαίνει με τη θεολογία, αλλά αντίθετα αντιπροσωπεύει ένα πηγαίο απόκτημα, που προέρχεται από … Dictionary of Greek
πανισλαμισμός — Πολιτικοθρησκευτική τάση που αποβλέπει στη συνένωση υπό κοινή ηγεσία όλων των μουσουλμανικών λαών. Ο π. είναι αποτέλεσμα της αφύπνισης των μουσουλμανικών χωρών και της επαφής τους με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό στη διάρκεια του 19ου αι. Ο π.… … Dictionary of Greek
Αγαθοκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος των Συρακουσών (Θέρμες 361 – Συρακούσες 289 π.Χ.). Γιος αγγειοπλάστη, φυγάδας από το Ρήγιο, έγινε ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της δημοκρατικής παράταξης στις Συρακούσες, τόσο για τα ρητορικά όσο και για τα… … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Αποστόλης, Νικολής — (Ψαρά 1770 – Αίγινα 1827). Ψαριανός ναύαρχος και κορυφαίος αγωνιστής του 1821. H οικογένειά του ήταν από τη Μάνη απ όπου έφυγε μετά την ανακατάληψή της από τους Τούρκους (1715). Σε νεαρή ηλικία ακολούθησε τον Λάμπρο Κατσώνη, μετά την ήττα του… … Dictionary of Greek
Αραγονία — (Aragόn). Διοικητική περιφέρεια (επίσημα, αυτόνομη περιοχή) και πρώην βασίλειο (47.720 τ. χλμ., 1.199.753 κάτ. το 2001) της Ισπανίας που αποτελείται από τρεις επαρχίες: Ουέσκα, Τερουέλ και Σαραγόσα. Καθεμία από αυτές τις επαρχίες έχει πρωτεύουσα… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Ινοκέντιος — I Όνομα δεκατριών παπών της Ρώμης. 1. I. Α’ (; – 417). Πάπας της Ρώμης (401 417). Προσπάθησε να ισχυροποιήσει το κύρος της παπικής εξουσίας και να εξασφαλίσει την αναγνώριση των πρωτείων της. Αφόρισε τους διώκτες του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, παρά… … Dictionary of Greek
Μπάουχαους — (Bauhaus, από τις γερμανικές λέξεις Bau = κατασκευή και Haus = κατοικία). Έτσι ονομαζόταν η κρατική σχολή της αρχιτεκτονικής της Βαϊμάρης, το κτίριο της οποίας είχε σχεδιάσει το 1905 ο Χένρι βαν ντε Βέλντε, ο οποίος αργότερα ανέλαβε τη διεύθυνσή… … Dictionary of Greek